- χρυσοδένω
- χρυσόδεσα, χρυσοδέθηκα, χρυσοδεμένος1. δένω βιβλίο και στολίζω το κάλυμμά του με χρυσά κοσμήματα και γράμματα.2. συναρμόζω μέρη κοσμήματος με χρυσό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.